Ως γνωστό, το διήμερο 7 και 8 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan στην Ελλάδα, η δεύτερη σε επίπεδο αρχηγού κράτους έπειτα από εκείνη που είχε πραγματοποιήσει ο Celal Bayar το 1952. Θεωρούμε πως η πρόσκληση αυτή ήταν άτοπη και αδικαιολόγητη στην παρούσα χρονική φάση, ενώ η ελληνική πλευρά έδειξε προχειρότητα και εμφανή έλλειψη οργάνωσης.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, τρέφοντας την αυταπάτη ότι με την επίσκεψη Erdogan θα κέρδιζε κύρος στο εσωτερικό αλλά και διεθνή αναγνωρισιμότητα, κατάφερε να βγάλει τον Τούρκο πρόεδρο από τη διεθνή απομόνωση την οποία απολάμβανε τον τελευταίο καιρό. Επιπρόσθετα, του έδωσε βήμα για να ξεδιπλώσει πλήρως και χωρίς καμία απολύτως αιδώ τις επαίσχυντες τουρκικές αξιώσεις και διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώπιον μάλιστα διεθνούς ακροατηρίου. Μία από αυτές ήταν και η επικαιροποίηση-αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, κάτι που ανέφερε απροκάλυπτα και σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Αλέξη Παπαχελά πριν μεταβεί στην Αθήνα. Παράλληλα, στην ίδια συνέντευξη, δεν παρέλειψε να αμφισβητήσει την ταυτότητα των μουσουλμάνων της Θράκης, έκανε λόγο για «αρκετά προβληματικές αποστάσεις μεταξύ των νησιών στο Αιγαίο», ενώ υπενθύμισε την υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα να εκδώσει τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς οι οποίοι διέφυγαν στην Ελλάδα εντός 15-20 ημερών.
Οι κατά πολλούς «γενναίες» δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τα αυτονόητα. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νίκη ή ως επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, την ίδια ώρα που οι παραβιάσεις του ελληνικού και του κυπριακού FIR από τουρκικά μαχητικά οργιάζουν σε καθημερινή βάση, ενώ τα τουρκικά πολεμικά πλοία μπαινοβγαίνουν στα Εθνικά Χωρικά μας Ύδατα ανενόχλητα, δεσμεύοντας παράνομα με NAVTEX μεγάλους τομείς για την εκτέλεση ασκήσεων. Επί της ουσίας, το αποτέλεσμα της επίσκεψης ήταν απλώς να συμφωνήσουμε πως διαφωνούμε, ενώ ο Erdogan κατάφερε για πρώτη φορά να αμφισβητήσει επίσημα τη Συνθήκη της Λωζάνης επί ελληνικού εδάφους και να επισκεφθεί τους μειονοτικούς στη Θράκη, εκφωνώντας μάλιστα και ομιλία στην είσοδο του σχολείου Τζελάλ Μπαγιάρ κατά παράβαση του συμφωνηθέντος πρωτοκόλλου. Ακόμα και η φαινομενικά θετική, λεκτική αναγνώριση των Πομάκων ως μέρος της μουσουλμανικής μειονότητας συνοδεύτηκε από το χαρακτηρισμό τους ως «ομογενείς της Τουρκίας». Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως κατά την άφιξη του Erdogan στο τέμενος του τζαμιού Κιρ Μαχαλλέ για την προσευχή της Παρασκευής, το πλήθος τον υποδέχτηκε με επευφημίες και χειροκροτήματα αποκαλώντας τον «ηγέτη μας», ενώ κάποιοι τουρκόφρονες φώναξαν «αρχηγέ, θα πεθάνουμε για σένα».
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η επίσκεψη Erdogan κρίνεται στο σύνολό της ως εθνικά επιζήμια, καθώς καταφέραμε να τον βγάλουμε από το αδιέξοδο και τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό. Παρόμοιες κινήσεις θα πρέπει να γίνονται με περισσότερη σοβαρότητα στο μέλλον και με στρατηγικό σχεδιασμό, και όχι για την εξυπηρέτηση μικροκομματικών ή μικροπολιτικών συμφερόντων. Σε αντίθετη περίπτωση, τέτοιες επισκέψεις θα επιφέρουν δυνητικά αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά, ανοίγοντας νέους κύκλους συζητήσεων και διαπραγματεύσεων πάνω σε θέματα τα οποία για μας θα έπρεπε να αποτελούν «κόκκινη γραμμή». Έχουμε τονίσει αναρίθμητες φορές πως η υποχωρητική εξωτερική πολιτική, ή αλλιώς η πολιτική του «καλού παιδιού», δεν έχει βρει εφαρμογή πουθενά στον κόσμο ανά τους αιώνες και δη απέναντι σε αδηφάγα, επεκτατικά κράτη όπως η Τουρκία. Τέτοιες αποτυχημένες πολιτικές είναι χαρακτηριστικό δουλοπρεπών και δειλών ανθρώπων, οι οποίες οδηγούν πάντοτε με μαθηματική ακρίβεια σε ένα και μόνο αποτέλεσμα:την ταπεινωτική ήττα.