Γράφει ο Γιώργος Ηροδότου
Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων
Νεολαίας ΕΔΕΚ
Τους ανταμώσαμε στην πλατεία μέσα στο καταμεσήμερο. Ήτανε καμιά δεκαριά από δαύτους καθισμένοι στη σκιά ενός δέντρου, όπου είχαν βρει καταφύγιο από τον καυτό ήλιο του Ιούλη. Η ζέστη αφόρητη, μα εμείς μόλις είχαμε φτάσει. Εκείνοι βρίσκονταν εκεί για ώρες, όπως ακριβώς και την προηγούμενη μέρα. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, μας υποδέχτηκαν με ένα μάτσο ζεστά χαμόγελα, αφού συστηθήκαμε. Ήταν ένα αγνό σημάδι ένδειξης ευγνωμοσύνης που ήμασταν παρόντες, μα ας μην ξεγελιόμαστε, αυτοί ήταν οι μόνοι πραγματικοί ήρωες στην πλατεία εκείνη.
Καθίσαμε αντίκρυ τους, γίνοντας έτσι μέλη της συντροφιάς τους. Ίσως έτσι να μπορούσαμε να «κλέψουμε» για μερικές μονάχα στιγμές λίγη από τη δόξα και το μεγαλείο αυτού του περήφανου και αγέρωχου λαού. Το πιθανότερο όμως είναι ότι αυταπατόμουν οικτρά. Εξάλλου, δε θα ήθελα με τίποτα να καπηλευτώ τους αγώνες και τις αιματηρές θυσίες ενός ολόκληρου έθνους στο βωμό της λευτεριάς. Δεν μπορώ, δε μου αξίζει, δεν αρμόζει στο ήθος μου. Εκείνο που μπορώ όμως να σας εκμυστηρευτώ με σιγουριά, είναι πως ένιωσα τεράστια περηφάνια μόνο και μόνο που καθόμουνα ανάμεσά τους.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να μην ερωτευτείς τον Κουρδικό λαό. Κι αυτό γιατί εκπέμπει μια εκθαμβωτική, ακατανίκητη γοητεία, η οποία βρίσκει τεράστια ανταπόκριση σε μια αλλιώτικη πάστα ανθρώπων, σαν και του λόγου μου, που τείνει να εκλείψει ανάμεσά μας. Μια κατηγορία μοναχικών ανθρώπων, λόγω των «αλλοπρόσαλλων» «πιστεύω» τους, οι οποίοι έχουν τραβήξει το δρόμο τους από πολύ νωρίς. Πορευόμενοι πάντα ωσάν ο λύκος μες το χιόνι, χωρίς να κάνουν βήμα πίσω από τις Ιδέες τους. Αυτή την κάστα ατόμων αρέσκομαι να την αποκαλώ «ρομαντικούς πατριώτες». Για πολλούς τρελοί, για κάποιους άλλους απλώς ονειροπόλοι, ουτοπιστές, μα η ουσία είναι πως ακόμη υπάρχουν, διάσπαρτοι εδώ κι εκεί σαν τα συντρίμμια ενός αρχαίου ναυαγίου
Καθίσαμε που λες αντάμα. Προσφέρθηκαν να μας πάρουν νερό, αλλά αρνηθήκαμε ευγενικά. Μας φίλεψαν όμως, σχεδόν με το ζόρι, καφέ απ’ το Κομπάνι και πεντανόστιμο, σπιτικό, κουρδικό φαλάφελ. Μετά το τέλος του γεύματος, σκούπισαν την πλατεία από ό,τι είχε πέσει και πέταξαν τα σκουπίδια. Έχουν πολλά να μας διδάξουν από πολιτισμό. Μιλήσαμε για ώρες για τον Οτσαλάν, το Κουρδιστάν, την Κύπρο. Πλάι τους μαθαίνει κανείς να εκτιμά τα μικρά πράγματα στη ζωή, να είναι ευγνώμων για τα «αυτονόητα», που γι’ αυτούς δεν είναι και τόσο αυτονόητα. Αυτό που μου τράβηξε όμως περισσότερο την προσοχή, ήταν ένα κοριτσάκι τεσσάρων-πέντε ετών, το οποίο βρισκόταν μαζί τους. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση που καθόταν μονάχο του κι έπαιζε αδιαμαρτύρητα. Αναρωτιόμουν τι θα έκανε κάποιο δικό μας παιδί στη θέση του. Το πιθανότερο είναι πως θα γκρίνιαζε και θα έκανε τα πάντα για να φύγει. Πάνε, βλέπεις, οι καιροί που ο πατέρας μας μάς παρατηρούσε κι εμείς κοιτάγαμε χαμηλά, το πάτωμα, θες από φόβο για τιμωρία, εγώ λέω από αναγνώριση του σφάλματος, ντροπή για τις πράξεις μας και σεβασμό για την πατρική φιγούρα. Τώρα τα πλείστα παιδιά ουρλιάζουν, αντιμιλάνε, ορθώνουν ανάστημα. Αυτό το ονομάσαμε θάρρος, δικαίωμα στην έκφραση, αντίσταση στην καταπίεση. Φοβάμαι όμως πως όταν κανείς έχει άδικο, τότε το θάρρος είναι λιγότερο «θάρρος» και πολύ περισσότερο θράσος κι αναίδεια.
Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μέσα σε γυάλινο προστατευτικό, παιδιά υπερευαίσθητα, αδύναμα στο χαρακτήρα, που λυγίζουν εύκολα στην πρώτη αναποδιά, καλομαθημένα, που πάντοτε έχουν δίκιο και είναι καλύτερα απ’ όλα τ’ άλλα γιατί είναι τα δικά μας παιδιά. Μεγαλώνουμε παιδιά τα οποία πιστεύουν πως σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα με πλήθος τουρκικού στρατού απέναντί μας, η Εθνική Φρουρά είναι αχρείαστη, άχρηστη και η στρατιωτική θητεία υπερβολική σε διάρκεια. Αυτά τα παιδιά γίνονται ακολούθως ενήλικες, οι οποίοι θέλουν, λόγω ηττοπάθειας και ραγιαδισμού, να ξεπουλήσουν ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με διεθνώς αναγνωρισμένη υπόσταση και κυριαρχία σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, για να εισπράξουν ένα δυσλειτουργικό τερατούργημα – προτεκτοράτο της Τουρκίας, τα οποίο θα νομιμοποιήσει την Εισβολή και θα μας στείλει δεκαετίες πίσω από οικονομικής πλευράς. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί «σαράντα-τρία χρόνια είναι πολλά»;
Από την άλλη, το Κουρδιστάν εκτείνεται στο έδαφος τεσσάρων χωρών, δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένο και έχει απέναντί του τακτικούς στρατούς, εκ των οποίων ο τουρκικός. Ωστόσο, ο Κουρδικός λαός, άνδρες και γυναίκες, πήρε τα όπλα και για δεκαετίες τώρα μάχεται ενάντια στους πάντες και τα πάντα για την εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους από το μηδέν. Χωρίς τεθωρακισμένα, χωρίς αντιαεροπορικά, μάχονται μονάχα με ανταρτοπόλεμο ενάντια στον τουρκικό στρατό και τα πάνε περίφημα. Εκείνοι δεν έχουν τίποτα, καμία υποστήριξη, και αγωνίζονται να αποκτήσουν αυτό που εμείς καταφέραμε να κερδίσουμε με τόσο αίμα και δάκρυ. Γιατί λοιπόν βαλθήκατε με το ζόρι να ξεπουλήσετε τα άγια χώματά μας στους βαρβάρους; Γιατί κουραστήκατε τόσο νωρίς να πολεμάτε και ν’ αγωνίζεστε; Γιατί σηκώσατε τα χέρια ψηλά και παραδοθήκατε πριν καν αρχίσει η μάχη; Τούτη η γη δεν πουλιέται, γιατί δεν είναι δική μας για να την πουλήσουμε. Τούτη η γη ανήκει σε όλους όσους την πότισαν με το άλικο, νεανικό αίμα τους για να ζούμε σήμερα λεύτεροι, και έχουμε χρέος να την παραδώσουμε τέτοια, αν όχι ελεύθερη, και στις επόμενες γενιές. Όλοι εμείς είμαστε αναλώσιμοι, μα η Κύπρος είναι αθάνατη! Γιατί «η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι».
Τελειώσαμε την κουβέντα μας και δώσαμε όρκο να ξανασυναντηθούμε για να οργανώσουμε τις κοινές μας δράσεις. Μαζευτήκαμε όλοι μπρος στο περίπτερο με τη φιγούρα του Οτσαλάν για μια αναμνηστική φωτογραφία. Πολύ μικρό το πλάνο για να χωρέσει το μεγαλείο της κουρδικής ψυχής. Ο φακός ανήμπορος ν’ απαθανατίσει την περηφάνια και τη λεβεντιά. Σφίξαμε τα χέρα και χωρίσαμε. Ο καυτός ήλιος του Ιούλη δεν έλεγε να κοπάσει. Κι όσο απομακρυνόμουν, τόσο στο μυαλό μου γυρόφερνε η εικόνα του Θεόφιλου.